- σφάξιμο
- το, Ν1. σφαγή2. φρ. «θέλει σφάξιμο»μτφ. τού χρειάζεται αυστηρή τιμωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφαξα τού σφάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφάξιμο — το, ατος σκότωμα με αποκοπή του λαιμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
αποσφάζω — (AM ἀποσφάζω, Α κ. σφάττω) κόβω τον λαιμό κάποιου, τον σφάζω νεοελλ. τελειώνω το σφάξιμο αρχ. σκοτώνω … Dictionary of Greek
κλάδεμα — Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη… … Dictionary of Greek
σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… … Dictionary of Greek
γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση του δέρματος: Μετά το σφάξιμο του ζώου, ακολουθεί το γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα, γρατσουνιά: Από το ατύχημα έπαθε μόνο γδαρσίματα. 3. η οικονομική εξάντληση κάποιου από άλλον, η αισχροκέρδεια: Καταστράφηκε οικονομικά από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακρεούργηση — η κατατεμαχισμός, σφάξιμο: Μόνο μια Μήδεια μπορούσε να κάνει κατακρεούργηση του αδερφού της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγή — η 1. κόψιμο του λαιμού, σφάξιμο. 2. αιματοχυσία, ομαδικοί φόνοι: Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού προκάλεσε την αγανάκτηση όλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)